Jump to content

αυνανιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Back-formation from αυνανισμός (avnanismós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /avnanistiˈkos/
  • Hyphenation: αυ‧να‧νι‧στι‧κός

Noun

[edit]

αυνανιστικός (avnanistikósm (uncountable)

  1. masturbatory, onanistic (relating to the manual erotic stimulation of the genitals or other erotic regions)

Declension

[edit]
Declension of αυνανιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυνανιστικός (avnanistikós) αυνανιστική (avnanistikí) αυνανιστικό (avnanistikó) αυνανιστικοί (avnanistikoí) αυνανιστικές (avnanistikés) αυνανιστικά (avnanistiká)
genitive αυνανιστικού (avnanistikoú) αυνανιστικής (avnanistikís) αυνανιστικού (avnanistikoú) αυνανιστικών (avnanistikón) αυνανιστικών (avnanistikón) αυνανιστικών (avnanistikón)
accusative αυνανιστικό (avnanistikó) αυνανιστική (avnanistikí) αυνανιστικό (avnanistikó) αυνανιστικούς (avnanistikoús) αυνανιστικές (avnanistikés) αυνανιστικά (avnanistiká)
vocative αυνανιστικέ (avnanistiké) αυνανιστική (avnanistikí) αυνανιστικό (avnanistikó) αυνανιστικοί (avnanistikoí) αυνανιστικές (avnanistikés) αυνανιστικά (avnanistiká)
[edit]