αυνανιστικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Back-formation from αυνανισμός (avnanismós).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αυνανιστικός • (avnanistikós) m (uncountable)
- masturbatory, onanistic (relating to the manual erotic stimulation of the genitals or other erotic regions)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυνανιστικός (avnanistikós) | αυνανιστική (avnanistikí) | αυνανιστικό (avnanistikó) | αυνανιστικοί (avnanistikoí) | αυνανιστικές (avnanistikés) | αυνανιστικά (avnanistiká) | |
genitive | αυνανιστικού (avnanistikoú) | αυνανιστικής (avnanistikís) | αυνανιστικού (avnanistikoú) | αυνανιστικών (avnanistikón) | αυνανιστικών (avnanistikón) | αυνανιστικών (avnanistikón) | |
accusative | αυνανιστικό (avnanistikó) | αυνανιστική (avnanistikí) | αυνανιστικό (avnanistikó) | αυνανιστικούς (avnanistikoús) | αυνανιστικές (avnanistikés) | αυνανιστικά (avnanistiká) | |
vocative | αυνανιστικέ (avnanistiké) | αυνανιστική (avnanistikí) | αυνανιστικό (avnanistikó) | αυνανιστικοί (avnanistikoí) | αυνανιστικές (avnanistikés) | αυνανιστικά (avnanistiká) |
Related terms
[edit]- αυνανίζομαι (avnanízomai, “to masturbate”)
- αυνανιστής m (avnanistís, “masturbator”)