αυνανιστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Back-formation from αυνανισμός (avnanismós): αυναν- (avnan-, “to masturbate”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”).
Noun
[edit]αυνανιστής • (avnanistís) m (plural αυνανιστές)
Declension
[edit]Declension of αυνανιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυνανιστής • | αυνανιστές • |
genitive | αυνανιστή • | αυνανιστών • |
accusative | αυνανιστή • | αυνανιστές • |
vocative | αυνανιστή • | αυνανιστές • |
Synonyms
[edit]- (colloquial, vulgar): μαλάκας m (malákas)
Related terms
[edit]- see: αυνανισμός m (avnanismós, “masturbation”)
Further reading
[edit]- αυνανισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el