Jump to content

αυλαρχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αυλαρχείο (avlarcheíon (plural αυλαρχεία)

  1. chamberlain's office (place of work)

Declension

[edit]
Declension of αυλαρχείο
singular plural
nominative αυλαρχείο (avlarcheío) αυλαρχεία (avlarcheía)
genitive αυλαρχείου (avlarcheíou) αυλαρχείων (avlarcheíon)
accusative αυλαρχείο (avlarcheío) αυλαρχεία (avlarcheía)
vocative αυλαρχείο (avlarcheío) αυλαρχεία (avlarcheía)
[edit]

Further reading

[edit]