Jump to content

αυγουστίνειος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυγουστίνειος (avgoustíneiosm (feminine αυγουστίνεια, neuter αυγουστίνειο)

  1. Augustinian

Declension

[edit]
Declension of αυγουστίνειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυγουστίνειος (avgoustíneios) αυγουστίνεια (avgoustíneia) αυγουστίνειο (avgoustíneio) αυγουστίνειοι (avgoustíneioi) αυγουστίνειες (avgoustíneies) αυγουστίνεια (avgoustíneia)
genitive αυγουστίνειου (avgoustíneiou) αυγουστίνειας (avgoustíneias) αυγουστίνειου (avgoustíneiou) αυγουστίνειων (avgoustíneion) αυγουστίνειων (avgoustíneion) αυγουστίνειων (avgoustíneion)
accusative αυγουστίνειο (avgoustíneio) αυγουστίνεια (avgoustíneia) αυγουστίνειο (avgoustíneio) αυγουστίνειους (avgoustíneious) αυγουστίνειες (avgoustíneies) αυγουστίνεια (avgoustíneia)
vocative αυγουστίνειε (avgoustíneie) αυγουστίνεια (avgoustíneia) αυγουστίνειο (avgoustíneio) αυγουστίνειοι (avgoustíneioi) αυγουστίνειες (avgoustíneies) αυγουστίνεια (avgoustíneia)
[edit]

Further reading

[edit]