Jump to content

αυγερινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυγερινός (avgerinósm (feminine αυγερινή, neuter αυγερινό)

  1. seen at dawn, dawn rising
  2. (nominalised) Morning Star
    Synonym: (proper noun) Εωσφόρος (Eosfóros)

Declension

[edit]
Declension of αυγερινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυγερινός (avgerinós) αυγερινή (avgeriní) αυγερινό (avgerinó) αυγερινοί (avgerinoí) αυγερινές (avgerinés) αυγερινά (avgeriná)
genitive αυγερινού (avgerinoú) αυγερινής (avgerinís) αυγερινού (avgerinoú) αυγερινών (avgerinón) αυγερινών (avgerinón) αυγερινών (avgerinón)
accusative αυγερινό (avgerinó) αυγερινή (avgeriní) αυγερινό (avgerinó) αυγερινούς (avgerinoús) αυγερινές (avgerinés) αυγερινά (avgeriná)
vocative αυγερινέ (avgeriné) αυγερινή (avgeriní) αυγερινό (avgerinó) αυγερινοί (avgerinoí) αυγερινές (avgerinés) αυγερινά (avgeriná)
[edit]

Further reading

[edit]