Jump to content

ατύλιχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατύλιχτος (atýlichtosm (feminine ατύλιχτη, neuter ατύλιχτο)

  1. not rolled up, not swaddled
  2. not wrapped/wrapped up
  3. unrollable

Declension

[edit]
Declension of ατύλιχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατύλιχτος (atýlichtos) ατύλιχτη (atýlichti) ατύλιχτο (atýlichto) ατύλιχτοι (atýlichtoi) ατύλιχτες (atýlichtes) ατύλιχτα (atýlichta)
genitive ατύλιχτου (atýlichtou) ατύλιχτης (atýlichtis) ατύλιχτου (atýlichtou) ατύλιχτων (atýlichton) ατύλιχτων (atýlichton) ατύλιχτων (atýlichton)
accusative ατύλιχτο (atýlichto) ατύλιχτη (atýlichti) ατύλιχτο (atýlichto) ατύλιχτους (atýlichtous) ατύλιχτες (atýlichtes) ατύλιχτα (atýlichta)
vocative ατύλιχτε (atýlichte) ατύλιχτη (atýlichti) ατύλιχτο (atýlichto) ατύλιχτοι (atýlichtoi) ατύλιχτες (atýlichtes) ατύλιχτα (atýlichta)
[edit]

Further reading

[edit]