Jump to content

ατσιγάριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατσιγάριστος (atsigáristosm (feminine ατσιγάριστη, neuter ατσιγάριστο)

  1. unroasted, not browned
    Antonyms: τσιγαριστός (tsigaristós), τσιγαρισμένος (tsigarisménos)
  2. (figuratively) without pain/suffering

Declension

[edit]
Declension of ατσιγάριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατσιγάριστος (atsigáristos) ατσιγάριστη (atsigáristi) ατσιγάριστο (atsigáristo) ατσιγάριστοι (atsigáristoi) ατσιγάριστες (atsigáristes) ατσιγάριστα (atsigárista)
genitive ατσιγάριστου (atsigáristou) ατσιγάριστης (atsigáristis) ατσιγάριστου (atsigáristou) ατσιγάριστων (atsigáriston) ατσιγάριστων (atsigáriston) ατσιγάριστων (atsigáriston)
accusative ατσιγάριστο (atsigáristo) ατσιγάριστη (atsigáristi) ατσιγάριστο (atsigáristo) ατσιγάριστους (atsigáristous) ατσιγάριστες (atsigáristes) ατσιγάριστα (atsigárista)
vocative ατσιγάριστε (atsigáriste) ατσιγάριστη (atsigáristi) ατσιγάριστο (atsigáristo) ατσιγάριστοι (atsigáristoi) ατσιγάριστες (atsigáristes) ατσιγάριστα (atsigárista)
[edit]

Further reading

[edit]