ατρύπωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατρύπωτος (atrýpotosm (feminine ατρύπωτη, neuter ατρύπωτο)

  1. (sewing) untacked, unbasted
  2. (figuratively) unhidden

Declension

[edit]
Declension of ατρύπωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατρύπωτος (atrýpotos) ατρύπωτη (atrýpoti) ατρύπωτο (atrýpoto) ατρύπωτοι (atrýpotoi) ατρύπωτες (atrýpotes) ατρύπωτα (atrýpota)
genitive ατρύπωτου (atrýpotou) ατρύπωτης (atrýpotis) ατρύπωτου (atrýpotou) ατρύπωτων (atrýpoton) ατρύπωτων (atrýpoton) ατρύπωτων (atrýpoton)
accusative ατρύπωτο (atrýpoto) ατρύπωτη (atrýpoti) ατρύπωτο (atrýpoto) ατρύπωτους (atrýpotous) ατρύπωτες (atrýpotes) ατρύπωτα (atrýpota)
vocative ατρύπωτε (atrýpote) ατρύπωτη (atrýpoti) ατρύπωτο (atrýpoto) ατρύπωτοι (atrýpotoi) ατρύπωτες (atrýpotes) ατρύπωτα (atrýpota)
[edit]

Further reading

[edit]