Jump to content

ατρόμαχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατρόμαχτος (atrómachtosm (feminine ατρόμαχτη, neuter ατρόμαχτο)

  1. fearless, intrepid
    Synonyms: ατρόμητος (atrómitos), άτρομος (átromos)

Declension

[edit]
Declension of ατρόμαχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατρόμαχτος (atrómachtos) ατρόμαχτη (atrómachti) ατρόμαχτο (atrómachto) ατρόμαχτοι (atrómachtoi) ατρόμαχτες (atrómachtes) ατρόμαχτα (atrómachta)
genitive ατρόμαχτου (atrómachtou) ατρόμαχτης (atrómachtis) ατρόμαχτου (atrómachtou) ατρόμαχτων (atrómachton) ατρόμαχτων (atrómachton) ατρόμαχτων (atrómachton)
accusative ατρόμαχτο (atrómachto) ατρόμαχτη (atrómachti) ατρόμαχτο (atrómachto) ατρόμαχτους (atrómachtous) ατρόμαχτες (atrómachtes) ατρόμαχτα (atrómachta)
vocative ατρόμαχτε (atrómachte) ατρόμαχτη (atrómachti) ατρόμαχτο (atrómachto) ατρόμαχτοι (atrómachtoi) ατρόμαχτες (atrómachtes) ατρόμαχτα (atrómachta)
[edit]

Further reading

[edit]