ατροφικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ατροφικός • (atrofikós) m (feminine ατροφική, neuter ατροφικό)
Declension
[edit]Declension of ατροφικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ατροφικός • | ατροφική • | ατροφικό • | ατροφικοί • | ατροφικές • | ατροφικά • |
genitive | ατροφικού • | ατροφικής • | ατροφικού • | ατροφικών • | ατροφικών • | ατροφικών • |
accusative | ατροφικό • | ατροφική • | ατροφικό • | ατροφικούς • | ατροφικές • | ατροφικά • |
vocative | ατροφικέ • | ατροφική • | ατροφικό • | ατροφικοί • | ατροφικές • | ατροφικά • |
Related terms
[edit]- see: ατροφώ (atrofó, “to atrophy”)
Further reading
[edit]- “ατροφικός”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language