Jump to content

ατροφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατροφικός (atrofikósm (feminine ατροφική, neuter ατροφικό)

  1. atrophied

Declension

[edit]
Declension of ατροφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατροφικός (atrofikós) ατροφική (atrofikí) ατροφικό (atrofikó) ατροφικοί (atrofikoí) ατροφικές (atrofikés) ατροφικά (atrofiká)
genitive ατροφικού (atrofikoú) ατροφικής (atrofikís) ατροφικού (atrofikoú) ατροφικών (atrofikón) ατροφικών (atrofikón) ατροφικών (atrofikón)
accusative ατροφικό (atrofikó) ατροφική (atrofikí) ατροφικό (atrofikó) ατροφικούς (atrofikoús) ατροφικές (atrofikés) ατροφικά (atrofiká)
vocative ατροφικέ (atrofiké) ατροφική (atrofikí) ατροφικό (atrofikó) ατροφικοί (atrofikoí) ατροφικές (atrofikés) ατροφικά (atrofiká)
[edit]

Further reading

[edit]