ατρικύμιστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ατρικύμιστος • (atrikýmistos) m (feminine ατρικύμιστη, neuter ατρικύμιστο)
- (weather) calm, not stormy
- Antonym: τρικυμιώδης (trikymiódis)
- (figurative) calm
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ατρικύμιστος (atrikýmistos) | ατρικύμιστη (atrikýmisti) | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστοι (atrikýmistoi) | ατρικύμιστες (atrikýmistes) | ατρικύμιστα (atrikýmista) | |
genitive | ατρικύμιστου (atrikýmistou) | ατρικύμιστης (atrikýmistis) | ατρικύμιστου (atrikýmistou) | ατρικύμιστων (atrikýmiston) | ατρικύμιστων (atrikýmiston) | ατρικύμιστων (atrikýmiston) | |
accusative | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστη (atrikýmisti) | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστους (atrikýmistous) | ατρικύμιστες (atrikýmistes) | ατρικύμιστα (atrikýmista) | |
vocative | ατρικύμιστε (atrikýmiste) | ατρικύμιστη (atrikýmisti) | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστοι (atrikýmistoi) | ατρικύμιστες (atrikýmistes) | ατρικύμιστα (atrikýmista) |
Related terms
[edit]- τρικυμίζω (trikymízo, “to storm”)
Further reading
[edit]- “ατρικύμιστος”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language