Jump to content

ατρικύμιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατρικύμιστος (atrikýmistosm (feminine ατρικύμιστη, neuter ατρικύμιστο)

  1. (weather) calm, not stormy
    Antonym: τρικυμιώδης (trikymiódis)
  2. (figurative) calm

Declension

[edit]
Declension of ατρικύμιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατρικύμιστος (atrikýmistos) ατρικύμιστη (atrikýmisti) ατρικύμιστο (atrikýmisto) ατρικύμιστοι (atrikýmistoi) ατρικύμιστες (atrikýmistes) ατρικύμιστα (atrikýmista)
genitive ατρικύμιστου (atrikýmistou) ατρικύμιστης (atrikýmistis) ατρικύμιστου (atrikýmistou) ατρικύμιστων (atrikýmiston) ατρικύμιστων (atrikýmiston) ατρικύμιστων (atrikýmiston)
accusative ατρικύμιστο (atrikýmisto) ατρικύμιστη (atrikýmisti) ατρικύμιστο (atrikýmisto) ατρικύμιστους (atrikýmistous) ατρικύμιστες (atrikýmistes) ατρικύμιστα (atrikýmista)
vocative ατρικύμιστε (atrikýmiste) ατρικύμιστη (atrikýmisti) ατρικύμιστο (atrikýmisto) ατρικύμιστοι (atrikýmistoi) ατρικύμιστες (atrikýmistes) ατρικύμιστα (atrikýmista)
[edit]

Further reading

[edit]