Jump to content

ατοίμαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατοίμαστος (atoímastosm (feminine ατοίμαστη, neuter ατοίμαστο)

  1. Informal form of ανέτοιμος (anétoimos).

Declension

[edit]
Declension of ατοίμαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατοίμαστος (atoímastos) ατοίμαστη (atoímasti) ατοίμαστο (atoímasto) ατοίμαστοι (atoímastoi) ατοίμαστες (atoímastes) ατοίμαστα (atoímasta)
genitive ατοίμαστου (atoímastou) ατοίμαστης (atoímastis) ατοίμαστου (atoímastou) ατοίμαστων (atoímaston) ατοίμαστων (atoímaston) ατοίμαστων (atoímaston)
accusative ατοίμαστο (atoímasto) ατοίμαστη (atoímasti) ατοίμαστο (atoímasto) ατοίμαστους (atoímastous) ατοίμαστες (atoímastes) ατοίμαστα (atoímasta)
vocative ατοίμαστε (atoímaste) ατοίμαστη (atoímasti) ατοίμαστο (atoímasto) ατοίμαστοι (atoímastoi) ατοίμαστες (atoímastes) ατοίμαστα (atoímasta)