Jump to content

ατεμάχιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From τεμαχίζω (temachízo, to cut into pieces)

Adjective

[edit]

ατεμάχιστος (atemáchistosm (feminine ατεμάχιστη, neuter ατεμάχιστο)

  1. whole: uncut, not cut up
    Synonym: ακομμάτιαστος (akommátiastos)

Declension

[edit]
Declension of ατεμάχιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατεμάχιστος (atemáchistos) ατεμάχιστη (atemáchisti) ατεμάχιστο (atemáchisto) ατεμάχιστοι (atemáchistoi) ατεμάχιστες (atemáchistes) ατεμάχιστα (atemáchista)
genitive ατεμάχιστου (atemáchistou) ατεμάχιστης (atemáchistis) ατεμάχιστου (atemáchistou) ατεμάχιστων (atemáchiston) ατεμάχιστων (atemáchiston) ατεμάχιστων (atemáchiston)
accusative ατεμάχιστο (atemáchisto) ατεμάχιστη (atemáchisti) ατεμάχιστο (atemáchisto) ατεμάχιστους (atemáchistous) ατεμάχιστες (atemáchistes) ατεμάχιστα (atemáchista)
vocative ατεμάχιστε (atemáchiste) ατεμάχιστη (atemáchisti) ατεμάχιστο (atemáchisto) ατεμάχιστοι (atemáchistoi) ατεμάχιστες (atemáchistes) ατεμάχιστα (atemáchista)

Further reading

[edit]