ατείχιστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατείχιστος (ateíchistosm (feminine ατείχιστη, neuter ατείχιστο)

  1. unwalled, unfortified

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατείχιστος (ateíchistos) ατείχιστη (ateíchisti) ατείχιστο (ateíchisto) ατείχιστοι (ateíchistoi) ατείχιστες (ateíchistes) ατείχιστα (ateíchista)
genitive ατείχιστου (ateíchistou) ατείχιστης (ateíchistis) ατείχιστου (ateíchistou) ατείχιστων (ateíchiston) ατείχιστων (ateíchiston) ατείχιστων (ateíchiston)
accusative ατείχιστο (ateíchisto) ατείχιστη (ateíchisti) ατείχιστο (ateíchisto) ατείχιστους (ateíchistous) ατείχιστες (ateíchistes) ατείχιστα (ateíchista)
vocative ατείχιστε (ateíchiste) ατείχιστη (ateíchisti) ατείχιστο (ateíchisto) ατείχιστοι (ateíchistoi) ατείχιστες (ateíchistes) ατείχιστα (ateíchista)
[edit]

Further reading

[edit]