Jump to content

αταξικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αταξικός (ataxikósm (feminine αταξική, neuter αταξικό)

  1. classless
    Οι μαρξιστές πιστεύουν σε μια αταξική κοινωνία.
    Oi marxistés pistévoun se mia ataxikí koinonía.
    Marxists believe in a classless society.
  2. unclassified

Declension

[edit]
Declension of αταξικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αταξικός (ataxikós) αταξική (ataxikí) αταξικό (ataxikó) αταξικοί (ataxikoí) αταξικές (ataxikés) αταξικά (ataxiká)
genitive αταξικού (ataxikoú) αταξικής (ataxikís) αταξικού (ataxikoú) αταξικών (ataxikón) αταξικών (ataxikón) αταξικών (ataxikón)
accusative αταξικό (ataxikó) αταξική (ataxikí) αταξικό (ataxikó) αταξικούς (ataxikoús) αταξικές (ataxikés) αταξικά (ataxiká)
vocative αταξικέ (ataxiké) αταξική (ataxikí) αταξικό (ataxikó) αταξικοί (ataxikoí) αταξικές (ataxikés) αταξικά (ataxiká)
[edit]

Further reading

[edit]