Jump to content

αταξίδευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, alpha privative) +‎ ταξιδεύ(ω) (taxidév(o), to travel) +‎ -τος (-tos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.taˈksi.ðe.ftos/
  • Hyphenation: α‧τα‧ξί‧δευ‧τος

Adjective

[edit]

αταξίδευτος (ataxídeftosm (feminine αταξίδευτη, neuter αταξίδευτο)

  1. untravelled (UK), untraveled (US)
    Antonyms: ταξιδεμένος (taxideménos), πολυταξιδεμένος (polytaxideménos), πολυτάξιδος (polytáxidos)

Declension

[edit]
Declension of αταξίδευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αταξίδευτος (ataxídeftos) αταξίδευτη (ataxídefti) αταξίδευτο (ataxídefto) αταξίδευτοι (ataxídeftoi) αταξίδευτες (ataxídeftes) αταξίδευτα (ataxídefta)
genitive αταξίδευτου (ataxídeftou) αταξίδευτης (ataxídeftis) αταξίδευτου (ataxídeftou) αταξίδευτων (ataxídefton) αταξίδευτων (ataxídefton) αταξίδευτων (ataxídefton)
accusative αταξίδευτο (ataxídefto) αταξίδευτη (ataxídefti) αταξίδευτο (ataxídefto) αταξίδευτους (ataxídeftous) αταξίδευτες (ataxídeftes) αταξίδευτα (ataxídefta)
vocative αταξίδευτε (ataxídefte) αταξίδευτη (ataxídefti) αταξίδευτο (ataxídefto) αταξίδευτοι (ataxídeftoi) αταξίδευτες (ataxídeftes) αταξίδευτα (ataxídefta)
[edit]

Further reading

[edit]