Jump to content

αταβιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from English atavistic.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ta.vi.stiˈkos/
  • Hyphenation: α‧τα‧βι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

αταβιστικός (atavistikósm (feminine αταβιστική, neuter αταβιστικό)

  1. atavistic

Declension

[edit]
Declension of αταβιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αταβιστικός (atavistikós) αταβιστική (atavistikí) αταβιστικό (atavistikó) αταβιστικοί (atavistikoí) αταβιστικές (atavistikés) αταβιστικά (atavistiká)
genitive αταβιστικού (atavistikoú) αταβιστικής (atavistikís) αταβιστικού (atavistikoú) αταβιστικών (atavistikón) αταβιστικών (atavistikón) αταβιστικών (atavistikón)
accusative αταβιστικό (atavistikó) αταβιστική (atavistikí) αταβιστικό (atavistikó) αταβιστικούς (atavistikoús) αταβιστικές (atavistikés) αταβιστικά (atavistiká)
vocative αταβιστικέ (atavistiké) αταβιστική (atavistikí) αταβιστικό (atavistikó) αταβιστικοί (atavistikoí) αταβιστικές (atavistikés) αταβιστικά (atavistiká)
[edit]

Further reading

[edit]