Jump to content

ατάιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈta.i.stos/
  • Hyphenation: α‧τά‧ι‧στος

Adjective

[edit]

ατάιστος (atáistosm (feminine ατάιστη, neuter ατάιστο)

  1. unfed
    Antonym: ταϊσμένος (taïsménos)

Declension

[edit]
Declension of ατάιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατάιστος (atáistos) ατάιστη (atáisti) ατάιστο (atáisto) ατάιστοι (atáistoi) ατάιστες (atáistes) ατάιστα (atáista)
genitive ατάιστου (atáistou) ατάιστης (atáistis) ατάιστου (atáistou) ατάιστων (atáiston) ατάιστων (atáiston) ατάιστων (atáiston)
accusative ατάιστο (atáisto) ατάιστη (atáisti) ατάιστο (atáisto) ατάιστους (atáistous) ατάιστες (atáistes) ατάιστα (atáista)
vocative ατάιστε (atáiste) ατάιστη (atáisti) ατάιστο (atáisto) ατάιστοι (atáistoi) ατάιστες (atáistes) ατάιστα (atáista)
[edit]

Further reading

[edit]