Jump to content

ασύμπτωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἀσύμπτωτος (asúmptōtos)

Adjective

[edit]

ασύμπτωτος (asýmptotosm (feminine ασύμπτωτη, neuter ασύμπτωτο)

  1. (mathematics) asymptotic

Declension

[edit]
Declension of ασύμπτωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασύμπτωτος (asýmptotos) ασύμπτωτη (asýmptoti) ασύμπτωτο (asýmptoto) ασύμπτωτοι (asýmptotoi) ασύμπτωτες (asýmptotes) ασύμπτωτα (asýmptota)
genitive ασύμπτωτου (asýmptotou) ασύμπτωτης (asýmptotis) ασύμπτωτου (asýmptotou) ασύμπτωτων (asýmptoton) ασύμπτωτων (asýmptoton) ασύμπτωτων (asýmptoton)
accusative ασύμπτωτο (asýmptoto) ασύμπτωτη (asýmptoti) ασύμπτωτο (asýmptoto) ασύμπτωτους (asýmptotous) ασύμπτωτες (asýmptotes) ασύμπτωτα (asýmptota)
vocative ασύμπτωτε (asýmptote) ασύμπτωτη (asýmptoti) ασύμπτωτο (asýmptoto) ασύμπτωτοι (asýmptotoi) ασύμπτωτες (asýmptotes) ασύμπτωτα (asýmptota)

Further reading

[edit]