Jump to content

ασφυχτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασφυχτικός (asfychtikósm (feminine ασφυχτική, neuter ασφυχτικό)

  1. Alternative form of ασφυκτικός (asfyktikós)

Declension

[edit]
Declension of ασφυχτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασφυχτικός (asfychtikós) ασφυχτική (asfychtikí) ασφυχτικό (asfychtikó) ασφυχτικοί (asfychtikoí) ασφυχτικές (asfychtikés) ασφυχτικά (asfychtiká)
genitive ασφυχτικού (asfychtikoú) ασφυχτικής (asfychtikís) ασφυχτικού (asfychtikoú) ασφυχτικών (asfychtikón) ασφυχτικών (asfychtikón) ασφυχτικών (asfychtikón)
accusative ασφυχτικό (asfychtikó) ασφυχτική (asfychtikí) ασφυχτικό (asfychtikó) ασφυχτικούς (asfychtikoús) ασφυχτικές (asfychtikés) ασφυχτικά (asfychtiká)
vocative ασφυχτικέ (asfychtiké) ασφυχτική (asfychtikí) ασφυχτικό (asfychtikó) ασφυχτικοί (asfychtikoí) ασφυχτικές (asfychtikés) ασφυχτικά (asfychtiká)