ασφράγιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασφράγιστος • (asfrágistos) m (feminine ασφράγιστη, neuter ασφράγιστο)
Declension
[edit]Declension of ασφράγιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφράγιστος • | ασφράγιστη • | ασφράγιστο • | ασφράγιστοι • | ασφράγιστες • | ασφράγιστα • |
genitive | ασφράγιστου • | ασφράγιστης • | ασφράγιστου • | ασφράγιστων • | ασφράγιστων • | ασφράγιστων • |
accusative | ασφράγιστο • | ασφράγιστη • | ασφράγιστο • | ασφράγιστους • | ασφράγιστες • | ασφράγιστα • |
vocative | ασφράγιστε • | ασφράγιστη • | ασφράγιστο • | ασφράγιστοι • | ασφράγιστες • | ασφράγιστα • |
Related terms
[edit]- see: σφραγίζω (sfragízo, “to seal/stamp/fill/etc”)
Further reading
[edit]- ασφράγιστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language