Jump to content

ασφουγγάριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασφουγγάριστος (asfoungáristosm (feminine ασφουγγάριστη, neuter ασφουγγάριστο)

  1. not mopped, unmopped, not mopped up

Declension

[edit]
Declension of ασφουγγάριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασφουγγάριστος (asfoungáristos) ασφουγγάριστη (asfoungáristi) ασφουγγάριστο (asfoungáristo) ασφουγγάριστοι (asfoungáristoi) ασφουγγάριστες (asfoungáristes) ασφουγγάριστα (asfoungárista)
genitive ασφουγγάριστου (asfoungáristou) ασφουγγάριστης (asfoungáristis) ασφουγγάριστου (asfoungáristou) ασφουγγάριστων (asfoungáriston) ασφουγγάριστων (asfoungáriston) ασφουγγάριστων (asfoungáriston)
accusative ασφουγγάριστο (asfoungáristo) ασφουγγάριστη (asfoungáristi) ασφουγγάριστο (asfoungáristo) ασφουγγάριστους (asfoungáristous) ασφουγγάριστες (asfoungáristes) ασφουγγάριστα (asfoungárista)
vocative ασφουγγάριστε (asfoungáriste) ασφουγγάριστη (asfoungáristi) ασφουγγάριστο (asfoungáristo) ασφουγγάριστοι (asfoungáristoi) ασφουγγάριστες (asfoungáristes) ασφουγγάριστα (asfoungárista)
[edit]

Further reading

[edit]