ασφαλτόστρωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ασφαλτόστρωση • (asfaltóstrosi) f (countable and uncountable, plural ασφαλτοστρώσεις)
- asphalting
- Synonym: ασφάλτωση (asfáltosi)
Declension
[edit]Declension of ασφαλτόστρωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ασφαλτόστρωση • | ασφαλτοστρώσεις • | |
genitive | ασφαλτόστρωσης • | ασφαλτοστρώσεων • | |
accusative | ασφαλτόστρωση • | ασφαλτοστρώσεις • | |
vocative | ασφαλτόστρωση • | ασφαλτοστρώσεις • | |
Older or formal genitive singular: ασφαλτοστρώσεως • |
Related terms
[edit]- see: άσφαλτος f (ásfaltos, “asphalt”)
Further reading
[edit]- ασφαλτόστρωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language