Jump to content

ασφαλιστήριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασφαλιστήριος (asfalistíriosm (feminine ασφαλιστήρια, neuter ασφαλιστήριο)

  1. of or relating to insurance
    Synonym: ασφαλιστικός (asfalistikós)
    ασφαλιστήριο συμβόλαιοasfalistírio symvólaioinsurance policy

Declension

[edit]
Declension of ασφαλιστήριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασφαλιστήριος (asfalistírios) ασφαλιστήρια (asfalistíria) ασφαλιστήριο (asfalistírio) ασφαλιστήριοι (asfalistírioi) ασφαλιστήριες (asfalistíries) ασφαλιστήρια (asfalistíria)
genitive ασφαλιστήριου (asfalistíriou) ασφαλιστήριας (asfalistírias) ασφαλιστήριου (asfalistíriou) ασφαλιστήριων (asfalistírion) ασφαλιστήριων (asfalistírion) ασφαλιστήριων (asfalistírion)
accusative ασφαλιστήριο (asfalistírio) ασφαλιστήρια (asfalistíria) ασφαλιστήριο (asfalistírio) ασφαλιστήριους (asfalistírious) ασφαλιστήριες (asfalistíries) ασφαλιστήρια (asfalistíria)
vocative ασφαλιστήριε (asfalistírie) ασφαλιστήρια (asfalistíria) ασφαλιστήριο (asfalistírio) ασφαλιστήριοι (asfalistírioi) ασφαλιστήριες (asfalistíries) ασφαλιστήρια (asfalistíria)
[edit]

Further reading

[edit]