ασφαλίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ασφαλίζομαι • (asfalízomai) passive (past ασφαλίστηκα/ασφαλίσθηκα, ppp ασφαλισμένος, active ασφαλίζω)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: ασφαλίζω (asfalízo)
ασφαλίζομαι • (asfalízomai) passive (past ασφαλίστηκα/ασφαλίσθηκα, ppp ασφαλισμένος, active ασφαλίζω)