Jump to content

ασυρματοφόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασυρματοφόρος (asyrmatofórosm (feminine ασυρματοφόρη or ασυρματοφόρα, neuter ασυρματοφόρο)

  1. radio equipped

Declension

[edit]
Declension of ασυρματοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυρματοφόρος (asyrmatofóros) ασυρματοφόρη (asyrmatofóri)
ασυρματοφόρα (asyrmatofóra)
ασυρματοφόρο (asyrmatofóro) ασυρματοφόροι (asyrmatofóroi) ασυρματοφόρες (asyrmatofóres) ασυρματοφόρα (asyrmatofóra)
genitive ασυρματοφόρου (asyrmatofórou) ασυρματοφόρης (asyrmatofóris)
ασυρματοφόρας (asyrmatofóras)
ασυρματοφόρου (asyrmatofórou) ασυρματοφόρων (asyrmatofóron) ασυρματοφόρων (asyrmatofóron) ασυρματοφόρων (asyrmatofóron)
accusative ασυρματοφόρο (asyrmatofóro) ασυρματοφόρη (asyrmatofóri)
ασυρματοφόρα (asyrmatofóra)
ασυρματοφόρο (asyrmatofóro) ασυρματοφόρους (asyrmatofórous) ασυρματοφόρες (asyrmatofóres) ασυρματοφόρα (asyrmatofóra)
vocative ασυρματοφόρε (asyrmatofóre) ασυρματοφόρη (asyrmatofóri)
ασυρματοφόρα (asyrmatofóra)
ασυρματοφόρο (asyrmatofóro) ασυρματοφόροι (asyrmatofóroi) ασυρματοφόρες (asyrmatofóres) ασυρματοφόρα (asyrmatofóra)
[edit]

Further reading

[edit]