ασυμβατότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ασύμβατος (asýmvatos) + -ότητα (-ótita).[1]
Noun
[edit]ασυμβατότητα • (asymvatótita) f (countable and uncountable, plural ασυμβατότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασυμβατότητα (asymvatótita) | ασυμβατότητες (asymvatótites) |
genitive | ασυμβατότητας (asymvatótitas) | ασυμβατοτήτων (asymvatotíton) |
accusative | ασυμβατότητα (asymvatótita) | ασυμβατότητες (asymvatótites) |
vocative | ασυμβατότητα (asymvatótita) | ασυμβατότητες (asymvatótites) |
Related terms
[edit]- ασύμβατος (asýmvatos, “incompatible”, adjective)
References
[edit]- ^ ασυμβατότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language