Jump to content

ασυγχρόνιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασυγχρόνιστος (asynchrónistosm (feminine ασυγχρόνιστη, neuter ασυγχρόνιστο)

  1. (figuratively) old-fashioned
  2. asynchronous, not synchronous, asynchronised (UK), asynchronized (US)

Declension

[edit]
Declension of ασυγχρόνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυγχρόνιστος (asynchrónistos) ασυγχρόνιστη (asynchrónisti) ασυγχρόνιστο (asynchrónisto) ασυγχρόνιστοι (asynchrónistoi) ασυγχρόνιστες (asynchrónistes) ασυγχρόνιστα (asynchrónista)
genitive ασυγχρόνιστου (asynchrónistou) ασυγχρόνιστης (asynchrónistis) ασυγχρόνιστου (asynchrónistou) ασυγχρόνιστων (asynchróniston) ασυγχρόνιστων (asynchróniston) ασυγχρόνιστων (asynchróniston)
accusative ασυγχρόνιστο (asynchrónisto) ασυγχρόνιστη (asynchrónisti) ασυγχρόνιστο (asynchrónisto) ασυγχρόνιστους (asynchrónistous) ασυγχρόνιστες (asynchrónistes) ασυγχρόνιστα (asynchrónista)
vocative ασυγχρόνιστε (asynchróniste) ασυγχρόνιστη (asynchrónisti) ασυγχρόνιστο (asynchrónisto) ασυγχρόνιστοι (asynchrónistoi) ασυγχρόνιστες (asynchrónistes) ασυγχρόνιστα (asynchrónista)
[edit]

Further reading

[edit]