Jump to content

ασυγκόμιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασυγκόμιστος (asygkómistosm (feminine ασυγκόμιστη, neuter ασυγκόμιστο)

  1. unharvested, unpicked, ungathered
    Synonym: αμάζευτος (amázeftos)

Declension

[edit]
Declension of ασυγκόμιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυγκόμιστος (asygkómistos) ασυγκόμιστη (asygkómisti) ασυγκόμιστο (asygkómisto) ασυγκόμιστοι (asygkómistoi) ασυγκόμιστες (asygkómistes) ασυγκόμιστα (asygkómista)
genitive ασυγκόμιστου (asygkómistou) ασυγκόμιστης (asygkómistis) ασυγκόμιστου (asygkómistou) ασυγκόμιστων (asygkómiston) ασυγκόμιστων (asygkómiston) ασυγκόμιστων (asygkómiston)
accusative ασυγκόμιστο (asygkómisto) ασυγκόμιστη (asygkómisti) ασυγκόμιστο (asygkómisto) ασυγκόμιστους (asygkómistous) ασυγκόμιστες (asygkómistes) ασυγκόμιστα (asygkómista)
vocative ασυγκόμιστε (asygkómiste) ασυγκόμιστη (asygkómisti) ασυγκόμιστο (asygkómisto) ασυγκόμιστοι (asygkómistoi) ασυγκόμιστες (asygkómistes) ασυγκόμιστα (asygkómista)

Further reading

[edit]