αστυνομικοκρατούμενος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστυνομικοκρατούμενος (astynomikokratoúmenosm (feminine αστυνομικοκρατούμενη, neuter αστυνομικοκρατούμενο)

  1. police-ridden, (dominated by the police)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστυνομικοκρατούμενος (astynomikokratoúmenos) αστυνομικοκρατούμενη (astynomikokratoúmeni) αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) αστυνομικοκρατούμενοι (astynomikokratoúmenoi) αστυνομικοκρατούμενες (astynomikokratoúmenes) αστυνομικοκρατούμενα (astynomikokratoúmena)
genitive αστυνομικοκρατούμενου (astynomikokratoúmenou) αστυνομικοκρατούμενης (astynomikokratoúmenis) αστυνομικοκρατούμενου (astynomikokratoúmenou) αστυνομικοκρατούμενων (astynomikokratoúmenon) αστυνομικοκρατούμενων (astynomikokratoúmenon) αστυνομικοκρατούμενων (astynomikokratoúmenon)
accusative αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) αστυνομικοκρατούμενη (astynomikokratoúmeni) αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) αστυνομικοκρατούμενους (astynomikokratoúmenous) αστυνομικοκρατούμενες (astynomikokratoúmenes) αστυνομικοκρατούμενα (astynomikokratoúmena)
vocative αστυνομικοκρατούμενε (astynomikokratoúmene) αστυνομικοκρατούμενη (astynomikokratoúmeni) αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) αστυνομικοκρατούμενοι (astynomikokratoúmenoi) αστυνομικοκρατούμενες (astynomikokratoúmenes) αστυνομικοκρατούμενα (astynomikokratoúmena)
[edit]