αστυνομικίνα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αστυνομικίνα • (astynomikína) f (plural αστυνομικίνες, masculine αστυνομικός)
- policewoman
- Synonym: (slang) μπατσίνα (batsína)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστυνομικίνα (astynomikína) | αστυνομικίνες (astynomikínes) |
genitive | αστυνομικίνας (astynomikínas) | - |
accusative | αστυνομικίνα (astynomikína) | αστυνομικίνες (astynomikínes) |
vocative | αστυνομικίνα (astynomikína) | αστυνομικίνες (astynomikínes) |
Related terms
[edit]- see: αστυνομία f (astynomía, “police”)
Further reading
[edit]- αστυνομικίνα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language