Jump to content

αστυκτηνιατρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστυκτηνιατρικός (astyktiniatrikósm (feminine αστυκτηνιατρική, neuter αστυκτηνιατρικό)

  1. municipal veterinary

Declension

[edit]
Declension of αστυκτηνιατρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστυκτηνιατρικός (astyktiniatrikós) αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká)
genitive αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) αστυκτηνιατρικής (astyktiniatrikís) αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón)
accusative αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρικούς (astyktiniatrikoús) αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká)
vocative αστυκτηνιατρικέ (astyktiniatriké) αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká)
[edit]

Further reading

[edit]