Jump to content

αστρόσπαρτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστρόσπαρτος (astróspartosm (feminine αστρόσπαρτη, neuter αστρόσπαρτο)

  1. starry, star-studded

Declension

[edit]
Declension of αστρόσπαρτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστρόσπαρτος (astróspartos) αστρόσπαρτη (astrósparti) αστρόσπαρτο (astrósparto) αστρόσπαρτοι (astróspartoi) αστρόσπαρτες (astróspartes) αστρόσπαρτα (astrósparta)
genitive αστρόσπαρτου (astróspartou) αστρόσπαρτης (astróspartis) αστρόσπαρτου (astróspartou) αστρόσπαρτων (astrósparton) αστρόσπαρτων (astrósparton) αστρόσπαρτων (astrósparton)
accusative αστρόσπαρτο (astrósparto) αστρόσπαρτη (astrósparti) αστρόσπαρτο (astrósparto) αστρόσπαρτους (astróspartous) αστρόσπαρτες (astróspartes) αστρόσπαρτα (astrósparta)
vocative αστρόσπαρτε (astrósparte) αστρόσπαρτη (astrósparti) αστρόσπαρτο (astrósparto) αστρόσπαρτοι (astróspartoi) αστρόσπαρτες (astróspartes) αστρόσπαρτα (astrósparta)
[edit]

Further reading

[edit]