Jump to content

αστρομαντική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αστρομαντική (astromantikíf (usually uncountable, plural αστρομαντικές)

  1. astrology
    Synonyms: αστρολογία (astrología), αστρομαντεία (astromanteía)

Declension

[edit]
Declension of αστρομαντική
singular plural
nominative αστρομαντική (astromantikí) αστρομαντικές (astromantikés)
genitive αστρομαντικής (astromantikís) αστρομαντικών (astromantikón)
accusative αστρομαντική (astromantikí) αστρομαντικές (astromantikés)
vocative αστρομαντική (astromantikí) αστρομαντικές (astromantikés)
[edit]

Further reading

[edit]