αστροβολίδα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αστροβολίδα • (astrovolída) f (plural αστροβολίδες)
- (astronomy) shooting star
- Synonym: διάττοντας (diáttontas)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστροβολίδα (astrovolída) | αστροβολίδες (astrovolídes) |
genitive | αστροβολίδας (astrovolídas) | αστροβολίδων (astrovolídon) |
accusative | αστροβολίδα (astrovolída) | αστροβολίδες (astrovolídes) |
vocative | αστροβολίδα (astrovolída) | αστροβολίδες (astrovolídes) |