Jump to content

αστροβολίδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αστροβολίδα (astrovolídaf (plural αστροβολίδες)

  1. (astronomy) shooting star
    Synonym: διάττοντας (diáttontas)

Declension

[edit]
Declension of αστροβολίδα
singular plural
nominative αστροβολίδα (astrovolída) αστροβολίδες (astrovolídes)
genitive αστροβολίδας (astrovolídas) αστροβολίδων (astrovolídon)
accusative αστροβολίδα (astrovolída) αστροβολίδες (astrovolídes)
vocative αστροβολίδα (astrovolída) αστροβολίδες (astrovolídes)