αστοίβαστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αστοίβαστος • (astoívastos) m (feminine αστοίβαστη, neuter αστοίβαστο)
- Rare form of αστοίβαχτος (astoívachtos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστοίβαστος (astoívastos) | αστοίβαστη (astoívasti) | αστοίβαστο (astoívasto) | αστοίβαστοι (astoívastoi) | αστοίβαστες (astoívastes) | αστοίβαστα (astoívasta) | |
genitive | αστοίβαστου (astoívastou) | αστοίβαστης (astoívastis) | αστοίβαστου (astoívastou) | αστοίβαστων (astoívaston) | αστοίβαστων (astoívaston) | αστοίβαστων (astoívaston) | |
accusative | αστοίβαστο (astoívasto) | αστοίβαστη (astoívasti) | αστοίβαστο (astoívasto) | αστοίβαστους (astoívastous) | αστοίβαστες (astoívastes) | αστοίβαστα (astoívasta) | |
vocative | αστοίβαστε (astoívaste) | αστοίβαστη (astoívasti) | αστοίβαστο (astoívasto) | αστοίβαστοι (astoívastoi) | αστοίβαστες (astoívastes) | αστοίβαστα (astoívasta) |