Jump to content

αστοίβαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστοίβαστος (astoívastosm (feminine αστοίβαστη, neuter αστοίβαστο)

  1. Rare form of αστοίβαχτος (astoívachtos)

Declension

[edit]
Declension of αστοίβαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστοίβαστος (astoívastos) αστοίβαστη (astoívasti) αστοίβαστο (astoívasto) αστοίβαστοι (astoívastoi) αστοίβαστες (astoívastes) αστοίβαστα (astoívasta)
genitive αστοίβαστου (astoívastou) αστοίβαστης (astoívastis) αστοίβαστου (astoívastou) αστοίβαστων (astoívaston) αστοίβαστων (astoívaston) αστοίβαστων (astoívaston)
accusative αστοίβαστο (astoívasto) αστοίβαστη (astoívasti) αστοίβαστο (astoívasto) αστοίβαστους (astoívastous) αστοίβαστες (astoívastes) αστοίβαστα (astoívasta)
vocative αστοίβαστε (astoívaste) αστοίβαστη (astoívasti) αστοίβαστο (astoívasto) αστοίβαστοι (astoívastoi) αστοίβαστες (astoívastes) αστοίβαστα (astoívasta)