Jump to content

αστιγματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστιγματικός (astigmatikósm (feminine αστιγματική, neuter αστιγματικό)

  1. astigmatic, suffering from astigmatism.

Declension

[edit]
Declension of αστιγματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστιγματικός (astigmatikós) αστιγματική (astigmatikí) αστιγματικό (astigmatikó) αστιγματικοί (astigmatikoí) αστιγματικές (astigmatikés) αστιγματικά (astigmatiká)
genitive αστιγματικού (astigmatikoú) αστιγματικής (astigmatikís) αστιγματικού (astigmatikoú) αστιγματικών (astigmatikón) αστιγματικών (astigmatikón) αστιγματικών (astigmatikón)
accusative αστιγματικό (astigmatikó) αστιγματική (astigmatikí) αστιγματικό (astigmatikó) αστιγματικούς (astigmatikoús) αστιγματικές (astigmatikés) αστιγματικά (astigmatiká)
vocative αστιγματικέ (astigmatiké) αστιγματική (astigmatikí) αστιγματικό (astigmatikó) αστιγματικοί (astigmatikoí) αστιγματικές (astigmatikés) αστιγματικά (astigmatiká)