Jump to content

αστήριχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστήριχτος (astírichtosm (feminine αστήριχτη, neuter αστήριχτο)

  1. Alternative form of αστήρικτος (astíriktos)

Declension

[edit]
Declension of αστήριχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστήριχτος (astírichtos) αστήριχτη (astírichti) αστήριχτο (astírichto) αστήριχτοι (astírichtoi) αστήριχτες (astírichtes) αστήριχτα (astírichta)
genitive αστήριχτου (astírichtou) αστήριχτης (astírichtis) αστήριχτου (astírichtou) αστήριχτων (astírichton) αστήριχτων (astírichton) αστήριχτων (astírichton)
accusative αστήριχτο (astírichto) αστήριχτη (astírichti) αστήριχτο (astírichto) αστήριχτους (astírichtous) αστήριχτες (astírichtes) αστήριχτα (astírichta)
vocative αστήριχτε (astírichte) αστήριχτη (astírichti) αστήριχτο (astírichto) αστήριχτοι (astírichtoi) αστήριχτες (astírichtes) αστήριχτα (astírichta)