αστήριχτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αστήριχτος • (astírichtos) m (feminine αστήριχτη, neuter αστήριχτο)
- Alternative form of αστήρικτος (astíriktos)
Declension
[edit]Declension of αστήριχτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστήριχτος • | αστήριχτη • | αστήριχτο • | αστήριχτοι • | αστήριχτες • | αστήριχτα • |
genitive | αστήριχτου • | αστήριχτης • | αστήριχτου • | αστήριχτων • | αστήριχτων • | αστήριχτων • |
accusative | αστήριχτο • | αστήριχτη • | αστήριχτο • | αστήριχτους • | αστήριχτες • | αστήριχτα • |
vocative | αστήριχτε • | αστήριχτη • | αστήριχτο • | αστήριχτοι • | αστήριχτες • | αστήριχτα • |