αστέγνωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστέγνωτος (astégnotosm (feminine αστέγνωτη, neuter αστέγνωτο)

  1. undried, damp

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστέγνωτος (astégnotos) αστέγνωτη (astégnoti) αστέγνωτο (astégnoto) αστέγνωτοι (astégnotoi) αστέγνωτες (astégnotes) αστέγνωτα (astégnota)
genitive αστέγνωτου (astégnotou) αστέγνωτης (astégnotis) αστέγνωτου (astégnotou) αστέγνωτων (astégnoton) αστέγνωτων (astégnoton) αστέγνωτων (astégnoton)
accusative αστέγνωτο (astégnoto) αστέγνωτη (astégnoti) αστέγνωτο (astégnoto) αστέγνωτους (astégnotous) αστέγνωτες (astégnotes) αστέγνωτα (astégnota)
vocative αστέγνωτε (astégnote) αστέγνωτη (astégnoti) αστέγνωτο (astégnoto) αστέγνωτοι (astégnotoi) αστέγνωτες (astégnotes) αστέγνωτα (astégnota)
[edit]

Further reading

[edit]