ασπρόχωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ασπρόχωμα • (aspróchoma) n (plural ασπροχώματα)
Declension
[edit]Declension of ασπρόχωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασπρόχωμα • | ασπροχώματα • |
genitive | ασπροχώματος • | ασπροχωμάτων • |
accusative | ασπρόχωμα • | ασπροχώματα • |
vocative | ασπρόχωμα • | ασπροχώματα • |
Related terms
[edit]- see: άσπρο n (áspro, “white”)
Further reading
[edit]- Άργιλος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- ασπρόχωμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language