Jump to content

ασπίτωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασπίτωτος (aspítotosm (feminine ασπίτωτη, neuter ασπίτωτο)

  1. (rare) homeless
    Synonym: άστεγος (ástegos)

Declension

[edit]
Declension of ασπίτωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασπίτωτος (aspítotos) ασπίτωτη (aspítoti) ασπίτωτο (aspítoto) ασπίτωτοι (aspítotoi) ασπίτωτες (aspítotes) ασπίτωτα (aspítota)
genitive ασπίτωτου (aspítotou) ασπίτωτης (aspítotis) ασπίτωτου (aspítotou) ασπίτωτων (aspítoton) ασπίτωτων (aspítoton) ασπίτωτων (aspítoton)
accusative ασπίτωτο (aspítoto) ασπίτωτη (aspítoti) ασπίτωτο (aspítoto) ασπίτωτους (aspítotous) ασπίτωτες (aspítotes) ασπίτωτα (aspítota)
vocative ασπίτωτε (aspítote) ασπίτωτη (aspítoti) ασπίτωτο (aspítoto) ασπίτωτοι (aspítotoi) ασπίτωτες (aspítotes) ασπίτωτα (aspítota)
[edit]

Further reading

[edit]