ασμίλευτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασμίλευτος (asmíleftosm (feminine ασμίλευτη, neuter ασμίλευτο)

  1. unchiselled, not chiselled
  2. (figuratively) raw, uncultivated

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασμίλευτος (asmíleftos) ασμίλευτη (asmílefti) ασμίλευτο (asmílefto) ασμίλευτοι (asmíleftoi) ασμίλευτες (asmíleftes) ασμίλευτα (asmílefta)
genitive ασμίλευτου (asmíleftou) ασμίλευτης (asmíleftis) ασμίλευτου (asmíleftou) ασμίλευτων (asmílefton) ασμίλευτων (asmílefton) ασμίλευτων (asmílefton)
accusative ασμίλευτο (asmílefto) ασμίλευτη (asmílefti) ασμίλευτο (asmílefto) ασμίλευτους (asmíleftous) ασμίλευτες (asmíleftes) ασμίλευτα (asmílefta)
vocative ασμίλευτε (asmílefte) ασμίλευτη (asmílefti) ασμίλευτο (asmílefto) ασμίλευτοι (asmíleftoi) ασμίλευτες (asmíleftes) ασμίλευτα (asmílefta)
[edit]

Further reading

[edit]