ασμίκρυντος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασμίκρυντος • (asmíkryntos) m (feminine ασμίκρυντη, neuter ασμίκρυντο) (rare)
Declension
[edit]Declension of ασμίκρυντος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασμίκρυντος • | ασμίκρυντη • | ασμίκρυντο • | ασμίκρυντοι • | ασμίκρυντες • | ασμίκρυντα • |
genitive | ασμίκρυντου • | ασμίκρυντης • | ασμίκρυντου • | ασμίκρυντων • | ασμίκρυντων • | ασμίκρυντων • |
accusative | ασμίκρυντο • | ασμίκρυντη • | ασμίκρυντο • | ασμίκρυντους • | ασμίκρυντες • | ασμίκρυντα • |
vocative | ασμίκρυντε • | ασμίκρυντη • | ασμίκρυντο • | ασμίκρυντοι • | ασμίκρυντες • | ασμίκρυντα • |
Alternative forms
[edit]- (rarer) αμίκρυντος (amíkryntos)
Further reading
[edit]- ασμίκρυντος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language