Jump to content

ασμίκρυντος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασμίκρυντος (asmíkryntosm (feminine ασμίκρυντη, neuter ασμίκρυντο) (rare)

  1. undiminished, unreduced

Declension

[edit]
Declension of ασμίκρυντος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασμίκρυντος (asmíkryntos) ασμίκρυντη (asmíkrynti) ασμίκρυντο (asmíkrynto) ασμίκρυντοι (asmíkryntoi) ασμίκρυντες (asmíkryntes) ασμίκρυντα (asmíkrynta)
genitive ασμίκρυντου (asmíkryntou) ασμίκρυντης (asmíkryntis) ασμίκρυντου (asmíkryntou) ασμίκρυντων (asmíkrynton) ασμίκρυντων (asmíkrynton) ασμίκρυντων (asmíkrynton)
accusative ασμίκρυντο (asmíkrynto) ασμίκρυντη (asmíkrynti) ασμίκρυντο (asmíkrynto) ασμίκρυντους (asmíkryntous) ασμίκρυντες (asmíkryntes) ασμίκρυντα (asmíkrynta)
vocative ασμίκρυντε (asmíkrynte) ασμίκρυντη (asmíkrynti) ασμίκρυντο (asmíkrynto) ασμίκρυντοι (asmíkryntoi) ασμίκρυντες (asmíkryntes) ασμίκρυντα (asmíkrynta)

Alternative forms

[edit]

Further reading

[edit]