Jump to content

ασμάλτωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασμάλτωτος (asmáltotosm (feminine ασμάλτωτη, neuter ασμάλτωτο)

  1. unenamelled (UK), unenameled (US)
    Antonym: εμαγιέ (emagié)

Declension

[edit]
Declension of ασμάλτωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασμάλτωτος (asmáltotos) ασμάλτωτη (asmáltoti) ασμάλτωτο (asmáltoto) ασμάλτωτοι (asmáltotoi) ασμάλτωτες (asmáltotes) ασμάλτωτα (asmáltota)
genitive ασμάλτωτου (asmáltotou) ασμάλτωτης (asmáltotis) ασμάλτωτου (asmáltotou) ασμάλτωτων (asmáltoton) ασμάλτωτων (asmáltoton) ασμάλτωτων (asmáltoton)
accusative ασμάλτωτο (asmáltoto) ασμάλτωτη (asmáltoti) ασμάλτωτο (asmáltoto) ασμάλτωτους (asmáltotous) ασμάλτωτες (asmáltotes) ασμάλτωτα (asmáltota)
vocative ασμάλτωτε (asmáltote) ασμάλτωτη (asmáltoti) ασμάλτωτο (asmáltoto) ασμάλτωτοι (asmáltotoi) ασμάλτωτες (asmáltotes) ασμάλτωτα (asmáltota)
[edit]

Further reading

[edit]