ασμάλτωτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασμάλτωτος • (asmáltotos) m (feminine ασμάλτωτη, neuter ασμάλτωτο)
- unenamelled (UK), unenameled (US)
- Antonym: εμαγιέ (emagié)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασμάλτωτος (asmáltotos) | ασμάλτωτη (asmáltoti) | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτοι (asmáltotoi) | ασμάλτωτες (asmáltotes) | ασμάλτωτα (asmáltota) | |
genitive | ασμάλτωτου (asmáltotou) | ασμάλτωτης (asmáltotis) | ασμάλτωτου (asmáltotou) | ασμάλτωτων (asmáltoton) | ασμάλτωτων (asmáltoton) | ασμάλτωτων (asmáltoton) | |
accusative | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτη (asmáltoti) | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτους (asmáltotous) | ασμάλτωτες (asmáltotes) | ασμάλτωτα (asmáltota) | |
vocative | ασμάλτωτε (asmáltote) | ασμάλτωτη (asmáltoti) | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτοι (asmáltotoi) | ασμάλτωτες (asmáltotes) | ασμάλτωτα (asmáltota) |
Related terms
[edit]- see: σμάλτο n (smálto, “enamel”)
Further reading
[edit]- ασμάλτωτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language