Jump to content

ασκληραγώγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασκληραγώγητος (askliragógitosm (feminine ασκληραγώγητη, neuter ασκληραγώγητο)

  1. unhardened, not hardened, unseasoned

Declension

[edit]
Declension of ασκληραγώγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασκληραγώγητος (askliragógitos) ασκληραγώγητη (askliragógiti) ασκληραγώγητο (askliragógito) ασκληραγώγητοι (askliragógitoi) ασκληραγώγητες (askliragógites) ασκληραγώγητα (askliragógita)
genitive ασκληραγώγητου (askliragógitou) ασκληραγώγητης (askliragógitis) ασκληραγώγητου (askliragógitou) ασκληραγώγητων (askliragógiton) ασκληραγώγητων (askliragógiton) ασκληραγώγητων (askliragógiton)
accusative ασκληραγώγητο (askliragógito) ασκληραγώγητη (askliragógiti) ασκληραγώγητο (askliragógito) ασκληραγώγητους (askliragógitous) ασκληραγώγητες (askliragógites) ασκληραγώγητα (askliragógita)
vocative ασκληραγώγητε (askliragógite) ασκληραγώγητη (askliragógiti) ασκληραγώγητο (askliragógito) ασκληραγώγητοι (askliragógitoi) ασκληραγώγητες (askliragógites) ασκληραγώγητα (askliragógita)
[edit]

Further reading

[edit]