ασκληραγώγητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασκληραγώγητος • (askliragógitos) m (feminine ασκληραγώγητη, neuter ασκληραγώγητο)
- unhardened, not hardened, unseasoned
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασκληραγώγητος (askliragógitos) | ασκληραγώγητη (askliragógiti) | ασκληραγώγητο (askliragógito) | ασκληραγώγητοι (askliragógitoi) | ασκληραγώγητες (askliragógites) | ασκληραγώγητα (askliragógita) | |
genitive | ασκληραγώγητου (askliragógitou) | ασκληραγώγητης (askliragógitis) | ασκληραγώγητου (askliragógitou) | ασκληραγώγητων (askliragógiton) | ασκληραγώγητων (askliragógiton) | ασκληραγώγητων (askliragógiton) | |
accusative | ασκληραγώγητο (askliragógito) | ασκληραγώγητη (askliragógiti) | ασκληραγώγητο (askliragógito) | ασκληραγώγητους (askliragógitous) | ασκληραγώγητες (askliragógites) | ασκληραγώγητα (askliragógita) | |
vocative | ασκληραγώγητε (askliragógite) | ασκληραγώγητη (askliragógiti) | ασκληραγώγητο (askliragógito) | ασκληραγώγητοι (askliragógitoi) | ασκληραγώγητες (askliragógites) | ασκληραγώγητα (askliragógita) |
Related terms
[edit]- see: σκληρός (sklirós, “hard”, adjective)
Further reading
[edit]- ασκληραγώγητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language