ασκληπιείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ασκληπιείο • (asklipieío) n (plural ασκληπιεία)
- clinic
- Synonyms: κλινική (klinikí), θεραπευτήριο (therapeftírio)
- (historically) the sanctuary of Asclepius
Declension
[edit]Declension of ασκληπιείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασκληπιείο • | ασκληπιεία • |
genitive | ασκληπιείου • | ασκληπιείων • |
accusative | ασκληπιείο • | ασκληπιεία • |
vocative | ασκληπιείο • | ασκληπιεία • |
Further reading
[edit]- Επίδαυρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el