ασιανολογία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From French asianologie
Noun
[edit]ασιανολογία • (asianología) f (usually uncountable, plural ασιανολογίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασιανολογία (asianología) | ασιανολογίες (asianologíes) |
genitive | ασιανολογίας (asianologías) | ασιανολογιών (asianologión) |
accusative | ασιανολογία (asianología) | ασιανολογίες (asianologíes) |
vocative | ασιανολογία (asianología) | ασιανολογίες (asianologíes) |
Related terms
[edit]- ασιανολόγος m or f (asianológos, “student of Asian studies”) and see: Ασία f (Asía, “Asia”)
Further reading
[edit]- ασιανολογία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language