ασιάτικος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ασιατικός
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασιάτικος • (asiátikos) m (feminine ασιάτικη, neuter ασιάτικο)
- Alternative form of ασιατικός (asiatikós)
Declension
[edit]Declension of ασιάτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασιάτικος • | ασιάτικη • | ασιάτικο • | ασιάτικοι • | ασιάτικες • | ασιάτικα • |
genitive | ασιάτικου • | ασιάτικης • | ασιάτικου • | ασιάτικων • | ασιάτικων • | ασιάτικων • |
accusative | ασιάτικο • | ασιάτικη • | ασιάτικο • | ασιάτικους • | ασιάτικες • | ασιάτικα • |
vocative | ασιάτικε • | ασιάτικη • | ασιάτικο • | ασιάτικοι • | ασιάτικες • | ασιάτικα • |