Jump to content

ασημάδευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασημάδευτος (asimádeftosm (feminine ασημάδευτη, neuter ασημάδευτο)

  1. unmarked
  2. unbranded
  3. unaimed
  4. not ticked

Declension

[edit]
Declension of ασημάδευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασημάδευτος (asimádeftos) ασημάδευτη (asimádefti) ασημάδευτο (asimádefto) ασημάδευτοι (asimádeftoi) ασημάδευτες (asimádeftes) ασημάδευτα (asimádefta)
genitive ασημάδευτου (asimádeftou) ασημάδευτης (asimádeftis) ασημάδευτου (asimádeftou) ασημάδευτων (asimádefton) ασημάδευτων (asimádefton) ασημάδευτων (asimádefton)
accusative ασημάδευτο (asimádefto) ασημάδευτη (asimádefti) ασημάδευτο (asimádefto) ασημάδευτους (asimádeftous) ασημάδευτες (asimádeftes) ασημάδευτα (asimádefta)
vocative ασημάδευτε (asimádefte) ασημάδευτη (asimádefti) ασημάδευτο (asimádefto) ασημάδευτοι (asimádeftoi) ασημάδευτες (asimádeftes) ασημάδευτα (asimádefta)
[edit]

Further reading

[edit]