ασημάδευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασημάδευτος • (asimádeftos) m (feminine ασημάδευτη, neuter ασημάδευτο)
Declension
[edit]Declension of ασημάδευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασημάδευτος • | ασημάδευτη • | ασημάδευτο • | ασημάδευτοι • | ασημάδευτες • | ασημάδευτα • |
genitive | ασημάδευτου • | ασημάδευτης • | ασημάδευτου • | ασημάδευτων • | ασημάδευτων • | ασημάδευτων • |
accusative | ασημάδευτο • | ασημάδευτη • | ασημάδευτο • | ασημάδευτους • | ασημάδευτες • | ασημάδευτα • |
vocative | ασημάδευτε • | ασημάδευτη • | ασημάδευτο • | ασημάδευτοι • | ασημάδευτες • | ασημάδευτα • |
Related terms
[edit]- see: σημάδι n (simádi, “mark, sign”)
Further reading
[edit]- ασημάδευτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language