ασελιδοποίητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασελιδοποίητος (aselidopoíitosm (feminine ασελιδοποίητη, neuter ασελιδοποίητο)

  1. (printing) unpaged, unpaginated
    ασελιδοποίητο δοκίμιοaselidopoíito dokímiogalley proof

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασελιδοποίητοος (aselidopoíitoos) ασελιδοποίητοη (aselidopoíitoï) ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) ασελιδοποίητοοι (aselidopoíitooi) ασελιδοποίητοες (aselidopoíitoes) ασελιδοποίητοα (aselidopoíitoa)
genitive ασελιδοποίητοου (aselidopoíitoou) ασελιδοποίητοης (aselidopoíitoïs) ασελιδοποίητοου (aselidopoíitoou) ασελιδοποίητοων (aselidopoíitoon) ασελιδοποίητοων (aselidopoíitoon) ασελιδοποίητοων (aselidopoíitoon)
accusative ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) ασελιδοποίητοη (aselidopoíitoï) ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) ασελιδοποίητοους (aselidopoíitoous) ασελιδοποίητοες (aselidopoíitoes) ασελιδοποίητοα (aselidopoíitoa)
vocative ασελιδοποίητοε (aselidopoíitoe) ασελιδοποίητοη (aselidopoíitoï) ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) ασελιδοποίητοοι (aselidopoíitooi) ασελιδοποίητοες (aselidopoíitoes) ασελιδοποίητοα (aselidopoíitoa)

Further reading

[edit]